μετοχικός

μετοχικός
-ή, -ό (ΑΜ μετοχικός, -ή, -όν) [μετοχή]
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή, ή αυτός που μπορεί να μετέχει
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή
νεοελλ.
1. αυτός που εκφέρεται με μετοχή («μετοχικός προσδιορισμός»)
2. (οικον.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή ή στον μέτοχο μιας επιχείρησης («μετοχικό κεφάλαιο»)
3. φρ. φυσ. α) «μετοχική κίνηση» — η κίνηση ενός σώματος που συνδέεται με ένα κινούμενο σύστημα αναφοράς, το οποίο παρασύρει το σώμα κατά τη δική του κίνηση
β) «μετοχική ταχύτητα» — η ταχύτητα τής μετοχικής κίνησης ενός σώματος, η οποία καθορίζεται από τη σχετική και την απόλυτη ταχύτητα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετοχικόν
η μετοχή.
επίρρ...
μετοχικώς και μετοχικά (Α μετοχικῶς)
με μετοχικό τρόπο, με συμμετοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετοχικός — relating to a partnership masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχικός — ή, ό 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται με συμμετοχή. 2. (οικον.), ο σχετικός με τις μετοχές ή το μέτοχο επιχείρησης. 3. (γραμμ.), αυτός που εκφέρεται με μετοχή: Μετοχικό επίθετο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετοχικά — μετοχικός relating to a partnership neut nom/voc/acc pl μετοχικά̱ , μετοχικός relating to a partnership fem nom/voc/acc dual μετοχικά̱ , μετοχικός relating to a partnership fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχικῶν — μετοχικός relating to a partnership fem gen pl μετοχικός relating to a partnership masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχικόν — μετοχικός relating to a partnership masc acc sg μετοχικός relating to a partnership neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχικαῖς — μετοχικός relating to a partnership fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχικαί — μετοχικός relating to a partnership fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχικοί — μετοχικός relating to a partnership masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχικοῦ — μετοχικός relating to a partnership masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχικῆς — μετοχικός relating to a partnership fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”